- μεριμνητικός
- μεριμνητικός, -ή, -όν (Α) [μεριμνητής]1. αυτός που μεριμνά, που νοιάζεται για κάτι2. αυτός που προκαλείται από τις μέριμνες3. προσεκτικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεριμνητικός — anxious masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεριμνητικόν — μεριμνητικός anxious masc acc sg μεριμνητικός anxious neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεριμνητικαῖς — μεριμνητικός anxious fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεριμνητικήν — μεριμνητικός anxious fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεριμνητικῶς — μεριμνητικός anxious adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεριμνητικάς — μεριμνητικά̱ς , μεριμνητικός anxious fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεριμνητικῆι — μεριμνητικῇ , μεριμνητικός anxious fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)